Κεφάλων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεφαλῶν — Κεφαλή fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλῶν — κεφαλή fem gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφάλων — κέφαλος mullet masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγοί κεφαλών — Λαοί που διατηρούν ως έθιμο την αποκοπή της κεφαλής του ηττημένου εχθρού, τη διατήρησή της και την ανάδειξή της. Ο στολισμός του πολεμιστή με το κρανίο του νικημένου ως είδος τροπαίου αποτελεί τυπικό γνώρισμα αρκετών πρωτόγονων φυλών, ιδίως της… … Dictionary of Greek
Κεφάλους — Κεφάλων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
κρανιοθηρία — Κυνήγι των ανθρώπινων κεφαλών από τις πρωτόγονες και άγριες φυλές. Βλ. λ. κυνηγοί κεφαλών. * * * η (σε πρωτόγονους λαούς) το έθιμο τής θήρας ανθρώπινων κεφαλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + θηρία (< θηρῶ < θήρας < θήρα), πρβλ. λαθρο θηρία,… … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek